- μετελαύνω
- μετελαύνω (Α)οδηγώ πρόβατα για βοσκή σε άλλο λιβάδι.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* +ἐλαύνω «θέτω σε κίνηση, οδηγώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ελαύνω — (ΑΜ ἐλαύνω) 1. κινώ, οδηγώ, κατευθύνω 2. (για ιππέα) κατευθύνω το άλογο ή τα άλογα τού άρματος 3. επιτίθεμαι 4. κωπηλατώ 5. διώχνω, απομακρύνω βιαίως 6. (για μέταλλα) σφυρηλατώ μσν. 1. συλλαμβάνω 2. ανακοινώνω αρχ. 1. (για πεζούς) προχωρώ 2. πλέω … Dictionary of Greek
μετελαύνειν — μετελαύ̱νειν , μετελαύνω drive to fresh pasture pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)